ιγουάνα

ιγουάνα
Βλ. λ. ιγκουάνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιγκουάνα ή ιγουάνα — (iguana). Κοινή ονομασία πολλών ειδών ερπετών που ανήκουν στην οικογένεια των ιγκουανίδων, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των φολιδωτών ερπετών. Περιλαμβάνει ζώα διαφορετικού μεγέθους (μήκους 10 130 εκ.) τα οποία είναι προσαρμοσμένα σε… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”